- κηώδης
- κηώδης, ες, duftig, wohlriechend, wie angezündeter Weihrauch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηώδης — smelling as of incense masc/fem acc pl (attic epic doric) κηώδης smelling as of incense masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κηώδης smelling as of incense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώδης — και κειώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει την οσμή τού θυμιάματος, εύοσμος («κηώδεα φύετο πάντα», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κη ώδης. Το α συνθετικό τής λ. κη προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδ. *κῆFος «αρωματικό ξύλο» που είναι παρ. από το θ. τού αόρ.… … Dictionary of Greek
κηώδει — κηώδης smelling as of incense masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κηώδης smelling as of incense masc/fem/neut dat sg κηώδεϊ , κηώδης smelling as of incense dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηῶδες — κηώδης smelling as of incense masc/fem voc sg κηώδης smelling as of incense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώδεα — κηώδης smelling as of incense neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κηώδης smelling as of incense masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεις — κηώεις, εσσα, εν (Α) 1. κηώδης*, ευώδης 2. (το ουδ.) κηῶεν (κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. τού αμάρτυρου ουδ. *κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. όεις (πρβλ. κυματ όεις, λοφ όεις). Το ω από μετρική έκταση] … Dictionary of Greek
κήυος — κήϋος, ΰα, ον (Α) επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *qēu «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα *qәu ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον τής οποίας μπορεί να… … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κειώδης — κειώδης, ες (Α) βλ. κηώδης … Dictionary of Greek
κησσόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὔοδμον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τα κήϋος*, κηώδης* (θ. κη ) + κατάλ. σσός, πρβλ. οκτα σσός, τετρα σσός] … Dictionary of Greek
k̂ēu-2 (: k̂ǝu-, k̂ū-) — k̂ēu 2 (: k̂ǝu , k̂ū ) English meaning: to light, to burn Deutsche Übersetzung: “anzũnden, verbrennen”? Note: Only Gk. and Lith. Material: Gk. καίω (Ion.), κά̄ω (Att.) from *καF ι̯ω “zũnde an, brenne an”, Aor. Hom. ἔκηFα,… … Proto-Indo-European etymological dictionary